- Φορμίωνι
- Φορμίωνmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
Φορμίων' — Φορμίωνα , Φορμίων masc acc sg Φορμίωνι , Φορμίων masc dat sg Φορμίωνε , Φορμίων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)